Ρεύμα: Απίστευτη εξέλιξη έρχεται από τον τομέα της ηλεκτρικής της ενέργειας, καθώς όλοι οι πάροχοι θα ανακοινώσουν έως τις 20/1 μεγάλες μειώσεις έως και 30% στα οικιακά τιμολόγια τους για τον μήνα Φεβρουάριο.
Η σημαντική πτώση της τιμής του φυσικού αερίου διεθνώς ρίχνει την τιμή της κιλοβατώρας από τα 45 λεπτά στα 30 λεπτά ωστόσο, το όποιο όφελος θα μετριασθεί, αφού το Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναμένεται να προχωρήσει σε χαμηλότερες επιδοτήσεις στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών.
Η μεγάλη υποχώρηση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου, που αποτυπώνεται με καθυστέρηση μηνός στην εγχώρια λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική υποχώρηση, κοντά στο 30%, των οικιακών τιμολογίων που θα ανακοινώσουν οι προμηθευτές για τον Φεβρουάριο.
Τα τιμολόγια Φεβρουαρίου, που με βάση τη νομοθεσία ανακοινώνονται στις 20 του μήνα, θα ακολουθήσουν αντίστροφη πορεία από αυτήν του Ιανουαρίου.
Ρεύμα: Τόσα θα πληρώνουμε
Από τα περίπου 45 λεπτά ανά κιλοβατώρα προβλέπεται πως θα υποχωρήσουν σε επίπεδα γύρω στα 30 λεπτά ανά κιλοβατώρα. Το τελικό όφελος για τα νοικοκυριά θα είναι, πάντως, πολύ μικρότερο αφού αναμένεται πως το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) θα ανακοινώσει χαμηλότερες επιδοτήσεις με στόχο να συγκρατηθούν οι τιμές πέριξ των 18 – 20 λεπτών ανά κιλοβατώρα.
Τον Ιανουάριο, το ΥΠΕΝ αναγκάστηκε να διπλασιάσει τις επιδοτήσεις (από τα 400 στα 840 εκατ. ευρώ) λόγω των υψηλών τιμολογίων που είχαν ανακοινώσει οι προμηθευτές για τον μήνα που διανύουμε. Η επιδότηση του Ιανουαρίου ανέρχεται σε 33 λεπτά ανά κιλοβατώρα για μηνιαίες καταναλώσεις έως 500 κιλοβατώρες και σε 28 λεπτά ανά κιλοβατώρα για μηνιαίες καταναλώσεις από 501 – 1000 κιλοβατώρες.
Οι μεγάλες μειώσεις που αναμένεται να ανακοινώσουν οι προμηθευτές προσφέρει μια ανάσα στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ) μέσω του οποίου χρηματοδοτείται το μεγαλύτερο ποσοστό των επιδοτήσεων. Οι χαμηλότερες διεθνείς τιμές περιορίζουν τα έσοδα του μηχανισμού άντλησης υπερκερδών από τις εταιρείες παραγωγής ενέργειας που εφαρμόζει από τις αρχές του Ιουλίου το ΥΠΕΝ.
Η διεθνής τιμή του φυσικού αερίου, όπως αποτυπώνεται στα συμβόλαια TTF, αποκλιμακώθηκε τον Δεκέμβριο και συνεχίζει να κινείται πτωτικά αυτόν τον μήνα. Από τα 140 ευρώ ανά μεταβατώρα στις αρχές Δεκεμβρίου χθες κινούνταν πέριξ των 65 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η Ελλάδα παραμένει η ακριβότερη αγορά της Ευρώπης (όπως ήταν και το 2022) αλλά τα όποια «υπερέσοδα» των παραγωγών πηγαίνουν στο ΤΕΜ μέσω των πλαφόν που εφαρμόζει το ΥΠΕΝ ανάλογα με την τεχνολογία παραγωγής. Σήμερα η τιμή στα συμβόλαια επόμενης ημέρας διαμορφώνεται στα 233,81 ευρώ ανά μεγαβατώρα πολύ υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρώπης.
Ρεύμα: Παρουσία του πρωθυπουργού η επίσημη εκκίνηση σήμερα της μονάδας ΔΕΗ-ΔΕΠΑ-Κοπελούζου
Στην αφετηρία και επίσημα μπαίνει σήμερα η υλοποίηση της νέας ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας αερίου στην Αλεξανδρούπολη, με την τελετή θεμελίωσης του πρότζεκτ της κοινοπραξίας ΔΕΗ, ΔΕΠΑ Εμπορίας και Ομίλου Κοπελούζου.
Στην τελετή θα παραστεί και ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, με την επένδυση να αποτελεί ένα ακόμη βήμα για την ενίσχυση του ρόλου της περιοχής ως ενεργειακού κέντρου, παίρνοντας τη σκυτάλη από τη νέα πλωτή «πύλη εισόδου» υγροποιημένου υδρογόνου (FSRU) της Gastrade, που αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το τέλος του έτους.
Υπενθυμίζεται ότι η δρομολόγηση του πρότζεκτ ξεκίνησε από την Damco Energy του Ομίλου Κοπελούζου, με τις ΔΕΗ και ΔΕΠΑ Εμπορίας να πραγματοποιούν την «είσοδό» τους στα τέλη Δεκεμβρίου, εξαγοράζοντας αντίστοιχα το 51% και το 29% του φορέα υλοποίησης της επένδυσης.
Η μονάδα θα είναι ονομαστικής ισχύος 840 MW και αναμένεται να είναι η πιο αποδοτική μονάδα της χώρας, με συντελεστή απόδοσης 63%.
Αναμένεται να έχει το χαμηλότερο μεταβλητό κόστος ανάμεσα στις θερμικές μονάδες, γεγονός που θα της δίνει τη δυνατότητα να μπαίνει πρώτη στη χονδρεμπορική αγορά με υψηλό συντελεστή χρησιμοποίησης.
Παράλληλα, θα μπορεί να προμηθεύεται φυσικό αέριο απευθείας από το FSRU Αλεξανδρούπολης της Gastrade, επιτυγχάνοντας μεγάλες εξοικονομήσεις, χωρίς ρίσκο εφοδιασμού.
Την ίδια στιγμή, η υψηλή αποδοτικότητα διευρύνει επίσης ακόμη περισσότερο το επενδυτικό «παράθυρο ευκαιρίας» για την αξιοποίηση των μονάδων για την εξαγωγή ρεύματος στις αγορές στα βόρεια σύνορα της χώρας.
Η ευκαιρία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στα επόμενα χρόνια αναμένεται να αποσυρθούν αρκετές γερασμένες ανθρακικές μονάδες στα Βαλκάνια, αφήνοντας επομένως ένα σημαντικό «κενό» θερμικής παραγωγής.
Ρεύμα: «Στο κάδρο» για τη ΔΕΗ οι εξαγωγές ρεύματος
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως έχει γράψει το Insider.gr, η προοπτική εξαγωγών θερμικής παραγωγής αποτελεί διπλά θετική αξία για τη ΔΕΗ, με δεδομένο ότι στόχος της εταιρείας είναι να αποκτήσει παρουσία και σε άλλες αγορές των Βαλκανίων – όπως δείχνει και το γεγονός ότι διεξάγει στην παρούσα φάση αποκλειστικές διαπραγματεύσεις με την Enel, για την απόκτηση των asset της ιταλικής εταιρείας στη Ρουμανία.
Έτσι, στην περίπτωση που αποκτήσει θυγατρικές στα Βαλκάνια, αυτές θα είναι και εκτός συνόρων πελάτες της.
Παράλληλα, πεποίθηση της ΔΕΗ είναι ότι η «ζωή» των μονάδων αερίου θα παραταθεί ακόμη περισσότερο με το «πράσινο» υδρογόνο, καθώς οι υπερσύγχρονες μονάδες αερίου μπορούν να λειτουργούν με ένα σημαντικό ποσοστό ανάμιξης ανανεώσιμου αερίου στο ορυκτό καύσιμο.
Η δυνατότητα αυτή δημιουργεί την προοπτική συνεργειών και με τα σχέδια που έχει η εταιρεία στον να αποκτήσει σημαντική παρουσία στον νεοαναδυόμενο κλάδο του «πράσινου» υδρογόνου.
Ωστόσο, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με μονάδες αερίου τελευταίας τεχνολογίας – όπως η μονάδα στην Αλεξανδρούπολη.
Τα κίνητρα της ΔΕΠΑ Εμπορίας
Από την άλλη πλευρά, με τη συμμετοχή στο πρότζεκτ της Αλεξανδρούπολης η ΔΕΠΑ Εμπορίας κάνει «ποδαρικό» στη θερμική παραγωγή. Έτσι, ενισχύει έτι περαιτέρω την καθετοποίησή της, κάνοντας το επόμενο βήμα μετά την είσοδό της στις ΑΠΕ.
Η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων «θωρακίζει» την εταιρεία, ενώ επίσης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ακόμη πιο ανταγωνιστικό «καλάθι» προμήθειας ηλεκτρισμού για την Αέριο Αττικής, τη θυγατρική με την οποία δραστηριοποιείται στη λιανική ρεύματος και αερίου.
Την ίδια στιγμή, η συμμετοχή στη μονάδα Αλεξανδρούπολης δημιουργεί συνέργειες με την παρουσία της ΔΕΠΑ Εμπορίας στη χονδρεμπορική αερίου. Κι αυτό γιατί η «Ηλεκτροπαραγωγή Αλεξανδρούπολης» θα προστεθεί στους μεγάλους καταναλωτές-πελάτες της εταιρείας.
Γιατί παραμένει ακριβό στην Ελλάδα
Για δεύτερη συνεχή εβδομάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη των χονδρεμπορικών αγορών ρεύματος, η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση, καθώς είναι η μοναδική αγορά στην οποία δεν αποτυπώνεται η σημαντική αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου στον ολλανδικό κόμβο του TTF, η οποία έκλεισε τον Δεκέμβριο στα 119 ευρώ/μεγαβατώρα και υποχώρησε χθες στα 72 ευρώ, επιστρέφοντας στα επίπεδα προ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η τιμή της μεγαβατώρας στην ελληνική αγορά εξακολουθεί να είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη (269 ευρώ για σήμερα Τρίτη) και μάλιστα με απόκλιση κατά 120 ευρώ/μεγαβατώρα ακόμη και από τη γειτονική διασυνδεδεμένη αγορά της Βουλγαρίας και πάνω από 123 ευρώ από τις αγορές της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Σε επίπεδο μήνα (Δεκέμβριος 2022) η Ελλάδα με τιμή στα 276,9 ευρώ/μεγαβατώρα είναι η 6η ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, πίσω από το Βέλγιο (278,06 ευρώ), την Ιρλανδία (279,57), τη Γαλλία (279,57), την Ελβετία (289,19) και την Ιταλία (297,26).
Το σχέδιο για επάρκεια ρεύματος έως το 2035
Σε επίπεδο έτους, ανεβαίνει θέση και καθίσταται η τρίτη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης με τιμή στα 279,89 ευρώ/μεγαβατώρα, πίσω από την Ελβετία (282,43) και την Ιταλία που βρίσκεται στην πρώτη θέση με τιμή στα 304,17 ευρώ/ μεγαβατώρα.
Οι σημαντικές αποκλίσεις τιμών από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης από την περασμένη εβδομάδα με την κυβέρνηση να τις αποδίδει στον διαφορετικό τρόπο που τιμολογούν το φυσικό αέριο οι εγχώριοι παραγωγοί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Πράγματι στην Ελλάδα το μοντέλο τιμολόγησης του φυσικού αερίου λαμβάνει υπόψη τη μέση τιμή του προηγούμενου μήνα έναντι της ημερήσιας τιμής που διαμορφώνεται στη χρηματιστηριακή αγορά, μοντέλο τιμολόγησης που ισχύει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο ετεροχρονισμός αυτός δεν επιτρέπει την άμεση μετακύλιση στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος της υποχώρησης της τιμής του φυσικού αερίου, κάτι που συνέβη στις υπόλοιπες αγορές, όπου οι τιμές κατρακύλησαν ακόμη και σε μηδενικά επίπεδα.
Εάν μόνο αυτός ο παράγοντας έκανε τη διαφορά στις τιμές, τότε θα ήταν ζήτημα χρόνου η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάτι που δεν επιβεβαιώνουν τα στοιχεία για τη μέση τιμή του Δεκεμβρίου και πολύ περισσότερο για τη μέση τιμή το 2022, αλλά και τα στοιχεία για την προ κρίσης περίοδο, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των χωρών με τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στη χονδρική αγορά.
Αυξημένες έως 31% οι τιμές των παρόχων για τον Ιανουάριο
Η βασική αιτία των υψηλών τιμών βρίσκεται στο μείγμα καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή, στο οποίο κυρίαρχη θέση έχει το φυσικό αέριο με ποσοστό πάνω από 40%.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Γαλλία όπου την οριακή τιμή του συστήματος μπορεί να ορίζουν για κάποιες ημέρες τα πυρηνικά, ή τη Γερμανία και τις χώρες της Β. Ευρώπης τα αιολικά, κάτι που συνέβη τις προηγούμενες ημέρες όταν η αιολική παραγωγή στη Γερμανία έφτασε στο 85% και στη Δανία στο 130%, στην Ελλάδα την οριακή τιμή καθορίζει το ακριβό φυσικό αέριο.
Η συμμετοχή του λιγνίτη είναι χαμηλή, ενώ οι ΑΠΕ μόνο για μερικές ώρες μπορούν να ορίσουν τιμή. Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και εάν η Ελλάδα ακολουθούσε το ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης του φυσικού αερίου οι τιμές ρεύματος δεν θα έφταναν ποτέ στα επίπεδα των 15 και 20 ευρώ/μεγαβατώρα που είδαμε σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
«Ακόμη και εάν ήταν ημερήσια η τιμολόγηση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα οι τιμές δεν επρόκειτο να έπεφταν κάτω από τα 150 ευρώ. Για να πάμε στις τιμές που είδαμε στην Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες με το ποσοστό συμμετοχής του φυσικού αερίου που έχουμε στην ηλεκτροπαραγωγή, θα πρέπει το φυσικό αέριο να κατρακυλήσει στα 20-30 ευρώ/μεγαβατώρα», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθανάσιος Δαγούμας.
Η ρηχή χρηματιστηριακή αγορά της Ελλάδας, ο περιορισμένος ανταγωνισμός σε επίπεδο παραγωγής και οι περιορισμένες διασυνδέσεις είναι επίσης βασικοί παράγοντες που εξωθούν προς τα πάνω τις τιμές.
Το μοντέλο τιμολόγησης με βάση τη μέση τιμή του μήνα προστατεύει τους παραγωγούς από το ρίσκο της ημερήσιας διακύμανσης και διαμορφώνει υπό συνθήκες «παράθυρο» ευκαιρίας για υψηλά κέρδη από τους εισαγωγείς, όπως στην παρούσα συγκυρία όπου οι εισαγωγές κάλυψαν το 35%- 40% της ζήτησης, πουλώντας τη μεγαβατώρα που αγόραζαν στις γειτονικές αγορές στα 50 ευρώ πάνω από τα 200 στην ελληνική αγορά.
Δεν αποτελεί ωστόσο, κατά κοινή ομολογία των συμμετεχόντων στην αγορά αλλά και των αρμοδίων φορέων, τον παράγοντα που θα διαφοροποιήσει σημαντικά το αποτέλεσμα σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών.