Κοκκινα δανεια: Δείτε τι αποκαλύπτει οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης για τα δάνεια στην Ελλάδα. Αναλυτικά οι αριθμοί.
Εξαιρετικά σημαντική είναι η συμβολή τού εν εξελίξει προγράμματος τιτλοποιήσεων για τη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών και την απαλλαγή τους από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, σύμφωνα με τον καναδικό οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS.
Μάλιστα, παρά την πανδημική κρίση και τα lockdowns, που έφεραν και μέτρα προστασίας των δανειοληπτών εκ μέρους της κυβέρνησης, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα πραγματοποίησαν με επιτυχία πωλήσεις τιτλοποιήσεων πολλών δισεκατομμυρίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η DBRS εξετάζει σε report της την εξέλιξη των τιτλοποιήσεων στη χώρα μας το δ’ τρίμηνο του 2019 και το β’ τρίμηνο του 2021.
Κοκκινα δανεια: Γιατί οδηγηθήκαμε στη μείωση
Όπως αναφέρει, βασικοί δείκτες, όπως της ανεργίας, που παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα αλλά με καθοδική τάση (18%) χάρη στο πρόγραμμα SURE της ΕΕ, αλλά και το ΑΕΠ, το οποίο σημείωσε θεαματική αύξηση, συνέβαλαν στον περιορισμό δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Βέβαια, εκτός από παράγοντες όπως η ανεργία και η αύξηση του ΑΕΠ, η ανάκαμψη εξαρτάται από τη συμπεριφορά της αγοράς ακινήτων.
Όπως σημειώνεται, οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων θα μπορούσαν να βελτιώσουν την απόδοση ενός εξασφαλισμένου δανείου, να επιτρέψουν πιθανή αναχρηματοδότηση ή να οδηγήσουν σε κερδοφόρα πώληση δανείου.
Μετά το πρώτο τρίμηνο του 2008, οι τιμές των ακινήτων παρουσίασαν ραγδαία μείωση στην Ελλάδα.
Από το 2019 όμως σημειώνεται ανάκαμψη, καθώς οι τιμές πλέον βρίσκονται στο 69,0% σε σχέση με τις τιμές προ της κρίσης χρέους.
Κοκκινα δανεια: Κορονοϊός
Βάσει όσων έχει δείξει η Ιστορία, είθισται άμα τη εξαλείψει των επιπτώσεων μιας πανδημίας να λαμβάνει χώρα ισχυρή ανάκαμψη.
Εξαιρουμένων πιθανών παραλλάξεων του κορωνοϊού, η επιταχυνόμενη ανάπτυξη των εμβολιασμών στην Ευρώπη και η άρση των περιορισμών οδήγησαν σε βελτίωση του οικονομικού κλίματος τους τελευταίους μήνες.
Αυτό αντικατοπτρίζεται στις θετικές προσδοκίες για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της ΕΕ και του ΟΟΣΑ για το 2021 και το 2022.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Η ποιότητα του ενεργητικού των χαρτοφυλακίων δανείων των ευρωπαϊκών τραπεζών παρουσίαζε βελτίωση πριν από την επιβολή των πρώτων περιορισμών λόγω κορωνοϊού, προς το τέλος του πρώτου τριμήνου 2020.
Περαιτέρω μεγάλες μειώσεις των NPLs επιτεύχθηκαν στην Ελλάδα μετά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 λόγω τιτλοποιήσεων χάρη και στο πρόγραμμα εγγυοδοσίας της ελληνικής κυβέρνησης «Ηρακλής».
Ειδικότερα, όπως αναφέρει, ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης τα «κόκκινα δάνεια» των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 46 δισεκατομμύρια ευρώ, από 75,3 δισεκατομμύρια ευρώ, που ήταν τον Ιούνιο του 2019 και κατά περίπου 78 δισ. ευρώ από το υψηλότερο σημείο που είχαν φτάσει, τον Μάρτιο του 2016 (ήταν 107,2 δισ. ευρώ) – τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, ανήλθαν, τον Ιούνιο του 2021, στα 29,4 δισ. ευρώ (20,3% του συνόλου των δανείων).
Σημειώνεται πως τα περισσότερα από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα έχουν εξασφαλίσεις σε ακίνητα (τα δάνεια με εξασφαλίσεις ακίνητης περιουσίας έχουν συνήθως υψηλότερα ποσοστά εξυπηρέτησης σε σύγκριση με ακάλυπτες εξασφαλίσεις).
Συμπέρασμα
Η συνολική ανταπόκριση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά την αποτροπή αύξησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ήταν μέχρι στιγμής αποτελεσματική.
Η ανεργία και τα ακίνητα είχαν καλύτερη απόδοση από το αναμενόμενο.
Από την εισαγωγή του ιταλικού προγράμματος GACS το 2016 έως το τέλος του 2020, περίπου 101,6 δισεκατομμύρια ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων τιτλοποιήθηκαν στην Ευρώπη (95,8 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ιταλία, 4,0 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ιρλανδία, ευρώ 1,3 δισεκατομμύρια για την Πορτογαλία και 0,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την Ισπανία).
Το επικαιροποιημένο σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στις 16 Δεκεμβρίου 2020 στοχεύει στην ανάπτυξη δευτερογενών αγορών για επισφαλή περιουσιακά στοιχεία, ώστε να επιτραπεί στις τράπεζες να μετακινούν τα NPEs εκτός τραπεζικών ισολογισμών.
Την ίδια στιγμή, επιτρέπει την εισαγωγή και τη δημιουργία εθνικών AMC (τύπου bad banks).
Μεταξύ του δ’ τριμήνου του 2019 και του α’ τριμήνου του 2021, η Ιταλία και η Ελλάδα, δύο χώρες στις οποίες «έτρεξαν» κρατικά προγράμματα εγγυοδοσίας, πέτυχαν τη μεγαλύτερη ονομαστική μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το μεγαλύτερο μέρος της επιτευχθείσας και προγραμματισμένης μείωσης στην Ελλάδα οφείλεται σε τιτλοποιήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής».
Οι επιπτώσεις από την κατάργηση των μέτρων ελάφρυνσης των NPEs στους ισολογισμούς των τραπεζών δεν έχουν ακόμη φανεί.
Καθώς λήγουν τα μορατόρια, η DBRS Μorningstar αναμένει αύξηση των NPEs αλλά η επιδείνωση θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Κοκκινα δανεια: Άκυρη η αγορά από τράπεζα – Τι αποφάσισαν τα δικαστήρια
Κοκκινα δανεια: Εγχώρια τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να προβεί στην αγορά προβληματικού χαρτοφυλακίου, δεδομένου ότι για τον σκοπό αυτό έχουν συσταθεί οι servicers.
«Πάγο» στα σχέδια μεγάλης τράπεζας να αποκτήσει τις μετοχές τουριστικών επιχειρήσεων, τα δάνεια των οποίων αγόρασε από αυστριακό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που πτώχευσε, βάζουν τα δικαστήρια.
Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από σχετική απόφαση που έχει στα χέρια του το newmoney, η εγχώρια τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να προβεί στην αγορά προβληματικού χαρτοφυλακίου, δεδομένου ότι για τον σκοπό αυτό έχουν συσταθεί οι servicers και άρα, δεν δύναται να απαιτεί τις μετοχές που είχε ενεχυριάσει προηγουμένως η δανείστρια τράπεζα.
Κοκκινα δανεια: Ειδικότερα, τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων την 3η.3.2019 ανέρχονταν:
Εταιρεία Α) Στο ποσό των 5.573.519,09 ευρώ και την 31η.5.2020, όταν ήδη είχε μεταβιβασθεί στην ελληνική τράπεζα σε 5.912.047,26 ευρώ,
Εταιρεία Β) Στο ποσό των 3.772.958,84 ευρώ και την 31η.5.2020 στο ποσό των 4.002.123,36 ευρώ,
Εταιρεία Γ) Στο ποσό των 2.742.574,30 ευρώ και την 31η.5.2020 σε 2.916.035,78 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 12.089,052 ευρώ, ενώ την 31η.5.2020 στο ποσό των 12.830,206 ευρώ.
Τη σύναψη και το κύρος των ως άνω δανειακών συμβάσεων ουδέποτε αμφισβήτησαν οι συγκεκριμένες εταιρείες, ενώ έδωσαν τη συναίνεσή τους για την εγγραφή συναινετικών προσημειώσεων σε ακίνητά τους και παρέδωσαν στην ενεχυρούχο δανείστρια τις μετοχές που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη των δανείων (τα έτη 2005, 2007 και 2010).
«Από το καταστατικό της ελληνικής τράπεζας προκύπτει ότι αυτή δύναται να προβαίνει στη διενέργεια ‘όλων των επιτρεπομένων από τη νομοθεσία τραπεζικών εργασιών’, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 11 Ν.4261/2014 και παρέχονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και προϋποθέτουν προηγούμενη άδεια της τελευταίας.
Στις υπηρεσίες, όμως, αυτές, δεν περιλαμβάνεται η απόκτηση δανειακών απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως είναι οι ένδικες δανειακές συμβάσεις.
Η δραστηριότητα αυτή, άλλωστε, δεν θα μπορούσε επιτρεπτά να συμπεριληφθεί στον εταιρικό σκοπό της, ούτε η τράπεζα θα μπορούσε να λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για την άσκησή της, καθόσον τούτο αντιβαίνει στα άρθρα 1 και 3 του Ν.4354/2015, σύμφωνα με τα οποία η απαρίθμηση των προσώπων που επιτρέπεται να μεταβιβάσουν και να αποκτήσουν απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις είναι περιοριστική, οπότε η μεταβίβασή τους προς άλλα, από τα οριζόμενα πρόσωπα, που δεν έχουν τις προϋποθέσεις απόκτησής τους, είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 ΑΚ», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο, κ. Κλεάνθη Ρούσσο, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση από πλευράς των εταιρειών, οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις θεσπίστηκαν ως μέσω εξυγίανσης των ισολογισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων, απομόχλευσης των δανειακών χαρτοφυλακίων τους, βελτίωσης της κεφαλαιακής τους επάρκειας και ενίσχυσης της ρευστότητάς τους.
«Είναι απορίας άξιον πως μία τράπεζα προχώρησε στην αγορά ‘κόκκινων’ δανείων, τη στιγμή δε, που όλα τα ιδρύματα μάχονται να απαλλαγούν από αυτά», σχολιάζει χαρακτηριστικά. Αξίζει να αναφερθεί πως ια την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων ο Έλληνας νομοθέτης του ν. 4354/2015 εισήγαγε περιορισμούς ως προς τα πρόσωπα που δικαιούνται να αποκτήσουν απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1(β) του ν. 4354/2015, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4643/2019, ορίζει ότι «[η] μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,… μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά….:»
αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
γγ) σε εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό την προϋπόθεση ότι:
γγα) Η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) και γγβ) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013».
Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο αποφάνθηκε πως η ελληνική τράπεζα «δεν κατέστη δικαιούχος των απαιτήσεων από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, λόγω της ακυρότητας, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, της συναφθείσας δικαιοπραξίας (πώλησης), δεν απέκτησε και την ιδιότητα της ενεχυρούχου δανείστριας των μετοχών, δοθέντος ότι καθίσταται άκυρη και η σύσταση του ενεχύρου επί των μετοχών των πιστούχων- καθών εταιριών, σύμφωνα με την αρχή του παρεπόμενου (ΑΚ 1258) που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, όπως είναι το ενέχυρο».