Ψέματα: Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά ώστε να αντιληφθεί κάποιος αν ο συνομιλητής του λέει αλήθειες ή ψέματα.
Σύμφωνα με τη μέθοδο των τριών σημείων της συμβούλου επικοινωνίας, Κάρεν Ντόναλντσον ο τρόπος που κάποιος μιλά , που κινεί το κεφάλι , τα μάτια, τα χείλη και τέλος το σώμα του υποδηλώνουν αν κρύβει κάτι ή όχι.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες ατόμων που χειραγωγούν: αυτοί που πιστεύουν πραγματικά ότι κάνουν το σωστό και θα το κάνουν πάση θυσία, αλλά και όσοι ξέρουν ότι κάνουν λάθος, αλλά επιλέγουν να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να το διασφαλίσουν.
Αυτή είναι η κατηγοριοποίηση της Karen Donaldson, συμβούλου επικοινωνίας και ειδικού στη γλώσσα του σώματος, η οποία μιλώντας στο αμερικανικό περιοδικό Entrepreneur εξηγεί ότι υπάρχει μία μέθοδος τριών σημείων για να καταλάβετε εάν κάποιος σας λέει ψέματα:
Ψέματα: Προσέξτε πώς σας μιλούν
Δεν υπάρχουν μεμονωμένες ενδείξεις ότι κάποιος σας λέει ψέματα Αντιθέτως, κατά την Donaldson θα πρέπει να παρατηρείτε το σύνολο, όπως τον συνολικό τρόπο με τον οποίο σας μιλούν. Για παράδειγμα, ο ρυθμός της ομιλίας είναι σημαντικός και θα πρέπει να τον παρακολουθείτε για τυχόν αλλαγές.
«Όταν λέμε την αλήθεια, ο λόγος ρέει. Είναι στη μνήμη μας, διότι είναι αλήθεια ή συνέβη. Όταν το μοτίβο της ομιλίας αρχίζει να γίνεται ασταθές και κάνουν μεγάλες παύσεις, μετά αρχίζουν να πετούν πολλές ιδέες και μετά σταματούν για λίγο, αυτό μπορεί να είναι σημάδι ότι δημιουργούν ιστορίες που ταιριάζουν στην περίσταση», λέει η Donaldson.
2. Προσέξτε για ενδείξεις στο πρόσωπο
Το σώμα μας λέει την αλήθεια, εκτός εάν μπορούμε να το ελέγξουμε άριστα, λέει η Donaldson, επισημαίνοντας ξανά ότι θα πρέπει να παρακολουθεί κανείς το σύνολο των κινήσεων. Ενδεικτικά, με ένα νεύμα του κεφαλιού, ο συνομιλητής μας μπορεί να γνέφει θετικά, ενώ τα λόγια του λένε το αντίθετο. Επίσης, πιθανή ένδειξη ότι κάποιος αποκρύπτει πληροφορίες είναι και η αναδίπλωση των χειλιών.
Σύμφωνα με την Donaldson ακόμη και το γρήγορο βλεφάρισμα ή σύντομες ματιές προς τα επάνω ή προς τα κάτω μπορεί να αποτελούν σημάδι ότι κάποιος σας λέει ψέματα. Σε κάθε περίπτωση, τα σημάδια αυτά θα πρέπει να συνεκτιμώνται με τη συνηθισμένη στάση του συνομιλητή, αλλά και συνολικά με άλλες ενδείξεις.
Ψέματα: Προσέξτε τη γλώσσα του σώματος
Εκτός από το κεφάλι, το πρόσωπο και τα μάτια, θα πρέπει να παρατηρείτε και ολόκληρο το σώμα λέει η Donaldson. «Όταν είμαστε αγχωμένοι, υπάρχουν τρόποι να ηρεμήσουμε τους εαυτούς μας. Και αγγίζουμε το σώμα μας υπερβολικά πολύ, διότι υπάρχει μία αίσθηση φροντίδας που πηγάζει από την παιδική ηλικία», τονίζει η ίδια αναφερόμενη για παράδειγμα στο τρίψιμο ή το ξύσιμο του αυχένα. «Σκεφτείτε: όταν ο γονιός ή ο κηδεμόνας σας προσπαθεί να σας ηρεμήσει, σας πιάνει από το χέρι, τρίβει την πλάτη σας. Αυτό το κάνουμε μόνοι μας», τονίζει.
Κάποιος που λέει ψέματα μπορεί επίσης ξαφνικά να αγγίζει ή να ξύσει τη μύτη του. «Εάν κάποιος σας μιλάει και είναι δεξιόχειρας, αλλά χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι» είναι επίσης ένδειξη, λέει η Donaldson. Τέλος, σημειώνει ότι ένα χαρακτηριστικό σημάδι μπορεί να είναι η αιφνίδια αλλαγή συμπεριφοράς.
«Κάθονται σε καναπέ ή σε καρέκλα και σας μιλούν και ξαφνικά κινούνται. Είναι στην άκρη της καρέκλας. Μετά κάθονται πίσω. Μετά η καρέκλα τους φαίνεται άβολη. Πρέπει να φτιαχτεί. Βγάζει μία ένταση επίσης», τονίζει η ίδια.
moneyreview.gr με πληροφορίες από Entrepreneur
Ψέματα: Μύθοι και πραγματικότητα
Η εφαρμογή και η χρησιμότητα τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους αποτελεί αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας χρησιμοποιούνται συχνά από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια ανακρίσεων. Ωστόσο, όλες οι τεχνικές ανίχνευσης έχουν και τους μύθους τους. -Του Σταμάτη Ελντίμπ
Εντός των βιολογικών επιστημών, η παραπλάνηση μπορεί να ερμηνευτεί ως μια εξελικτικά χρήσιμη διαδικασία η οποία συνήθως ωφελεί τον «δράστη» εξασφαλίζοντας την επιβίωσή του. Σε αυτό το πλαίσιο, η παραπλάνηση δεν απορρέει απαραίτητα από μια συνειδητή πρόθεση του «δράστη», αλλά αποτελεί μια πρωταρχικά αντανακλαστική λειτουργία.
Για παράδειγμα, οι χαμαιλέοντες αλλάζουν το χρώμα τους για να ξεγελάσουν τα θηράματά τους, ενώ κάποια είδη πεταλούδων προσαρμόζουν το χρώμα και το σχήμα τους έτσι ώστε να προσομοιάσουν τα φυτά από τα οποία τρέφονται για να ξεγελάσουν τους κυνηγούς τους!
Η ικανότητα αυτή που επιτρέπει στα είδη να «υποκριθούν», υιοθετώντας χαρακτηριστικά ή και συμπεριφορές άλλων ειδών, είναι γνώστη ως μιμητισμός και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εντυπωσιακά συνθέτη.
Παράδειγμα αποτελούν, επίσης, κάποια είδη αραχνών οι οποίες, επωφελούμενες την ομοιότητα της μορφής ή και της οσμής τους με συγκεκριμένα είδη μυρμηγκιών, ουσιαστικά παρασιτούν εισβάλλοντας στις αποικίες τους για να κρυφτούν από κινδύνους ή ακόμα και για να τραφούν με αυτά!
Αντίστοιχες συμπεριφορές
παρατηρούνται και από τον άνθρωπο σε περιπτώσεις που ο απώτερος σκοπός είναι να ξεγελάσει τα ζώα προς όφελός του αποκρύπτοντας τις πραγματικές του προθέσεις.
Υπό μία έννοια, σε αυτές τις περιπτώσεις ο άνθρωπος ψεύδεται στα ζώα χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα (π.χ. σκιάχτρο, δολώματα ψαρέματος, σφυρίχτρες για πάπιες κ.τ.λ.) προκειμένου να τα εξαπατήσει για να επωφεληθεί. Το ζήτημα της πρόθεσης ωστόσο δεν αποκτά κεντρική σημασία παρά μόνο όταν ο «δράστης» ή το θύμα της παραπλάνησης ανήκουν στο ανθρώπινο βασίλειο.
Βέβαια, στο πλαίσιο της ίδιας ανθρωποκεντρικής λογικής, λευκά ψέματα, όπως τα κομπλιμέντα (ή κολακεία) μπορεί και να μη θεωρηθούν ως ψέματα. Εν κατακλείδι, είναι δόκιμο οι συζητήσεις περί ψευδούς συμπεριφοράς να ξεκινούν αφότου πρώτα έχουν οριστεί το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή παρατηρείται, η πρόθεση του «δράστη» και οι άμεσοι αποδέκτες της συμπεριφοράς του.
Κάθε απόπειρα ορισμού της περίπλοκης πράξης της απάτης οφείλει να λάβει υπόψιν το περιβάλλον/πλαίσιο εντός του οποίου η συμπεριφορά αυτή παρατηρείται και τα εκάστοτε εμπλεκόμενα μέρη.
Ανίχνευση ψεύδους σε δικανικό πλαίσιο
Η εφαρμογή και η χρησιμότητα τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους αποτελεί συχνά αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας, ωστόσο η νομική αποδοχή τους είναι συγκριτικά περιορισμένη ανά τον κόσμο. H (ανεπίσημη) χρήση τους ωστόσο σε δικανικό πλαίσιο από αστυνομικούς, κατά τη διάρκεια ανακρίσεων με ύποπτους ή και αυτόπτες μάρτυρες, είναι συχνή ακόμα κι αν τα πορίσματα των σχετικών τεχνικών έχουν σπανίως νομική υπόσταση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους περιλαμβάνει τρεις κύριες προσεγγίσεις: την ανίχνευση μη λεκτικών ενδείξεων ψεύδους, την εξέταση ψυχοβιολογικών ενδείξεων ψεύδους και την ανάλυση λεκτικών ενδείξεων ψεύδους.
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται από ανιχνευτές ψεύδους, τόσο από επαγγελματίες όσο και από ερευνητές, στηρίζονται στην αρχή ότι η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου που λέει ψέματα και ενός ατόμου που λέει αλήθεια θα διαφέρουν.
Η διαφορά αυτή θεωρείται πως επηρεάζει τις λεκτικές και μη λεκτικές συμπεριφορές των εξεταζόμενων ατόμων καθώς και τις βιολογικές τους λειτουργίες επιτρέποντας εν κατακλείδι τη διάκριση μεταξύ τους.
Δυστυχώς, όμως, καμία από τις τρεις προσεγγίσεις δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να προσφέρει μία ξεκάθαρη διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων που ψεύδονται και των ατόμων που είναι ειλικρινείς.
Επιπλέον, οι ψευδείς καταθέσεις για ένα συμβάν ή η εξιστόρηση μιας φανταστικής εμπειρίας, που παρουσιάζεται ως αληθινή, σπάνια αποτελούνται από αμιγώς πλαστά στοιχεία, αλλά συνήθως αποτελούν κράματα φαντασίας και πραγματικότητας.
Μη λεκτικές ενδείξεις ψευδούς και σχετικοί μύθοι
Οι πιο διαδεδομένοι μύθοι σχετικά με τη συμπεριφορά των ψευδόμενων αφορούν τη μη λεκτική τους συμπεριφορά. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι οι ψεύτες είναι πιθανόν να κουνούν (πιο) πολύ τα πόδια τους, να αποφεύγουν την οπτική επαφή με τους συνομιλητές τους και να έχουν εν γένει «νευρική συμπεριφορά».
Όντως, τέτοιες ιδέες είναι βαθιά ριζωμένες σε ανθρώπινες συνειδήσεις και σε ευρέως χρησιμοποιούμενα αστυνομικά εγχειρίδια, παρότι αντικρούουν τα εμπειρικά ευρήματα που υποστηρίζουν ότι οι ψεύτες προσπαθούν συνειδητά να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους (π.χ. κινούνται λιγότερο και επιζητούν οπτική επαφή) ώστε να φαίνονται «ειλικρινείς».
Με άλλα λόγια, οι ψεύτες μπορεί συχνά να συμπεριφερθούν με τρόπους που προσομοιάζουν τα κοινωνικά στερεότυπα που υπαγορεύουν τι συνιστά ειλικρινή συμπεριφορά ακόμα κι αν τα στερεότυπα αυτά ουσιαστικά βασίζονται σε ανυπόστατα και ανακριβή στοιχεία! Σε αντιστοιχία με τη μιμητική ικανότητα των ζωών, οι άνθρωποι προσομοιάζουν τον τύπο συμπεριφοράς που θα τους επιφέρει τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα.
Ψυχοβιολογική ανίχνευση ψεύδους
Υπό αυτή την έννοια, στερεοτυπικές αντιλήψεις περί ειλικρίνειας και ψεύδους μπορούν να αναπλάσουν τις συμπεριφορές των ψευδόμενων συγχέοντας έτσι περαιτέρω τα αποτελέσματα των τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους που βασίζονται σε μη λεκτικές μετρήσεις.
Ως εκ τούτου, υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών στο ότι καμία συλλογή μη λεκτικών ενδείξεων δεν μπορεί να διακρίνει με ακρίβεια μεταξύ ψευδών και ειλικρινών καταθέσεων. Παρ’ όλα αυτά, η ίσως αδικαιολόγητη προσήλωση σε μη λεκτικές ενδείξεις αποδεικνύει τη γοητεία που μας προκαλεί η «ικανότητα» να μαντεύουμε τις προθέσεις των γύρω μας.
Η δεύτερη προσέγγιση αφορά την ψυχοβιολογική ανίχνευση ψευδούς διά μέσω τεχνικών που χρησιμοποιούν τον «πολυγράφο». Μια συνήθης παρανόηση είναι ότι ο πολυγράφος είναι αυτός καθαυτός εργαλείο ανίχνευσης ψεύδους. Η πεποίθηση αυτή απέχει πολύ από την αλήθεια, καθώς ο πολυγράφος δεν χρησιμοποιείται μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με το πρωτόκολλο της εκάστοτε ανάκρισης.